- σηπτικοῦ
- σηπτικόςputrefactivemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιποπολυσακχαρίτης — Πολύπλοκο μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από έναν πολυσακχαρίτη ομοιοπολικά ενωμένο με έναν λιπιδικό πυρήνα (λιπίδιο Α). Ο λ. αποτελεί συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος όλων των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, όπου μία από τις κύριες… … Dictionary of Greek
σηπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σηπτικού, η ικανότητα πρόκλησης σήψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. σηπτικότης, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα] … Dictionary of Greek